- λυπησίλογος
- λυπησίλογος, -ον (Α)αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ- τού αορ. τού λυπῶ + -λόγος*, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυπησίλογος — giving pain by talking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek